- παρόρασις
- παρόρᾱσις , παρόρασιςfalse visionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρόρασις — άσεως, ἡ ΜΑ [παρορώ] απροσεξία κατά την παρατήρηση, παράβλεψη, αμέλεια αρχ. κακή όραση, μειωμένη όραση (α. «ἴλιγγοι τε καὶ παροράσεις» ζαλάδες και καταστάσεις σκοτοδίνης, Γαλ. β. «...παροράσεις οἷον κωνωπίων προφαινομένων» προβλήματα στην όραση… … Dictionary of Greek
παροράσει — παρορά̱σει , παρόρασις false vision fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρορά̱σεϊ , παρόρασις false vision fem dat sg (epic) παρορά̱σει , παρόρασις false vision fem dat sg (attic ionic) παρορά̱σει , παροράω look at by the way aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροράσεις — παρορά̱σεις , παρόρασις false vision fem nom/voc pl (attic epic) παρορά̱σεις , παρόρασις false vision fem nom/acc pl (attic) παρορά̱σεις , παροράω look at by the way aor subj act 2nd sg (attic epic) παρορά̱σεις , παροράω look at by the way aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροράσεσι — παρορά̱σεσι , παρόρασις false vision fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροράσεσιν — παρορά̱σεσιν , παρόρασις false vision fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροράσεως — παρορά̱σεω̆ς , παρόρασις false vision fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρόρασιν — παρόρᾱσιν , παρόρασις false vision fem acc sg παρόρᾱσιν , παροράω look at by the way pres ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)